θερμοδότης

θερμοδότης
θερμοδότης, ο (ΑΜ, Α θηλ. θερμοδότις, -ιδος)
αυτός που παρέχει θερμό νερό στα λουτρά
μσν.
αυτός που προσφέρει θερμό ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)-* + -δότης < δίδωμι (πρβλ. αιμο-δότης, εργο-δότης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θερμοδοτῶν — θερμοδότης one who brought the hot water atbaths masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμοδότις — θερμοδότης one who brought the hot water atbaths fem nom sg θερμοδότις one who brought the hot water atbaths fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • θερμοδοσία — θερμοδοσία, η (Α) [θερμοδότης] το να παρέχει κάποιος θερμά ποτά ως φάρμακα …   Dictionary of Greek

  • θερμοδοτώ — θερμοδοτώ, έω (Μ) [θερμοδότης] προσφέρω θερμό νερό ή θερμό ποτό …   Dictionary of Greek

  • Θερμιδώρ — (Τhermidor). O ενδέκατος μήνας του χρόνου, κατά το ημερολόγιο που καθιερώθηκε στη Γαλλία μετά την επανάσταση του 1789 και ίσχυσε από το 1793 έως το 1805. Αντιστοιχούσε στην περίοδο από 19/20 Ιουλίου – 17/18 Αυγούστου του γρηγοριανού ημερολογίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”